- θρυοκοπώ
- θρυοκοπώ, -έω (Α)κόβω βούρλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + -κοπώ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. βλαστο-κοπώ, δενδρο-κοπώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρυοκοπία — θρυοκοπία, ἡ (Α) [θρυοκοπώ] 1. το κόψιμο τών βούρλων 2. το κόψιμο άγριων χόρτων … Dictionary of Greek
θρύο — το (Α θρύον) το βούρλο νεοελλ. βοτ. είδος ζιζανίου τών αγρών, δεμάτια, δεματόχορτο, μαχαιρίδι, βούτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρύον ανάγεται πιθ. σε ΙE *truso και συνδέεται με αρχ. σλαβ. trŭstĭ «καλάμι». Το δασύ τού τ. προήλθε ίσως από αρχικό τ. *τρυhον … Dictionary of Greek